απριλιάτικος

απριλιάτικος
-η, -ο
αυτός που έχει σχέση με τον Απρίλη: Είχαμε και μια απριλιάτικη βροχή που βοήθησε πολύ τα σπαρτά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απριλιάτικος — η, ο αυτός που ανήκει, που αναφέρεται ή γίνεται τον Απρίλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”